ἰσχναίνων

ἰσχναίνων
ἰσχναίνω
make dry
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”